- δυναμένοις
- δύναμαιto be ablepres part mp masc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επανδρώνω — (Α ἐπανδρῶ, όω) [έπανδρος] νεοελλ. 1. τοποθετώ πλήρωμα σε αιχμαλωτισμένο πλοίο τού εχθρού 2. γεν. εφοδιάζω ένα πλοίο παροπλισμένο με πλήρωμα 3. (κατ* επέκτ.) τοποθετώ σε μια υπηρεσία το αναγκαίο για τη λειτουργία της προσωπικό αρχ. μεταβάλλω κάτι … Dictionary of Greek
μεταβάπτω — και μεταβάφω και ματαβάφω (Α μεταβάπτω) δίνω σε κάτι άλλο χρώμα με βαφή, μεταβάλλω τον χρωματισμό κάποιου («αἱ μέν... φαρμάκοις ἐρυθραίνειν δυναμένοις... τοὺς πλοκάμους... ξανθῷ μεταβάπτουσιν ἄνθει», Λουκιαν.) νεοελλ. (στον τ. ματαβάφω) βάφω για… … Dictionary of Greek
σκευάζω — ΝΑ [σκεῡος] νεοελλ. (για εμπορεύματα) συσκευάζω αρχ. 1. παρασκευάζω («σκευάζειν ἐλλέβορον μετὰ φαρμάκου», Στράβ.) 2. μαγειρεύω, ετοιμάζω φαγητό («σκευάσαντες προθεῑναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ... δαῑτα», Ηρόδ.) 3. μτφ. κάνω, φτειάχνω («περικόμματ ἐκ σοῡ… … Dictionary of Greek